Έγραψε ιστορία η ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ, με μεγάλα γράμματα! Κι έχει νοσταλγούς που είναι πολλοί, κι άλλους που πρέπει να μάθουν πόσο όμορφα πράγματα γίνονταν κάποτε στη Ρόδο!
 Μανταρίνι, Πορτοκάλι, Λεμόνι. Από εκεί έβγαιναν οι χυμοί και τα αρχικά του ονόματός της επωνυμίας τους. Μέχρι αιθέρια έλαια προστίθεντο στο σιρόπι τους τα οποία έπαιρναν από τους φλοιούς των φρούτων. Ιεροτελεστία ολόκληρη η παραγωγή, διαδικασία μεγάλη μέχρι και το σχολαστικό πλύσιμο της κάθε φιάλης, με την επιστροφή της, για να εμφιαλωθεί πάλι και να επιστρέψει στον τόπο κατανάλωσης, μέσα στο κίτρινο κιβώτιο!
 Η ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ, της εταιρίας Αγιακάτσικα η οποία παρήγαγε επιπλέον σαπούνια, και αρώματα, ξεκινώντας από ζαχαρούχους συμπυκνωμένους χυμούς, διέπρεψε με τα αναψυκτικά της και έκλεισε το 1994, κυρίως λόγω της προχωρημένης ηλικίας των τεσσάρων αδελφών δημιουργών της εταιρείας: του Γιάννη, του Τάσου, του Κλεόβουλου και του Δημήτρη. Έκλεισε ικανοποιώντας στο έπακρο τους εργαζόμενους, δικαιώνοντας τη φήμη και την ιστορία τους.
 Ο κ. Σάββας Μπακάλης του Εμμανουήλ, από τα Μαριτσά, από τους ελάχιστους παλιούς σήμερα, ξετυλίγει μνήμες, κι αποκαλύπτει τα… μυστικά της γεύσης των αναψυκτικών που έμειναν αξέχαστα!

Πού ήταν η ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ, πόση διάρκεια ζωής είχε το εργοστάσιο;
 Στο Ζέφυρος πάνω ήταν το εργοστάσιο, (σε ακίνητο της οικογένειας Αγιακάτσικα επί της οδού Αγίου Νικολάου 106). Η ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ: Μανταρίνι, Πορτοκάλι, Λεμόνι! Αυτό σήμαιναν τα αρχικά. Δούλευα εκεί από το 1950 έως τον Οκτώβρη του 1994 που το εργοστάσιο έκλεισε. Τα αφεντικά μας, οι Αδελφοί Αγιακάτσικα ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Γινόταν η δουλειά με χαμόγελο και το 1994 που έκλεισε, όσοι δούλευαν αποζημιώθηκαν στο έπακρο. Ο Αναστάσιος Αγιακάτσικας ήταν ήδη 88 ετών.
Πώς ξεκινήσατε να δουλεύετε;
Ήμουν 22 χρονών και μου δώσανε μέσα στο εργοστάσιο ένα δωμάτιο και ήμουν και κάτι σαν φύλακας τη νύχτα. Την ημέρα, μέχρι το 1960 δούλευα ως εργάτης. Μετά το 1960 δούλευα ως οδηγός, έκανα διανομές, πήγαινα σε όλα τα χωριά της Ρόδου μέχρι το 1967. Μετά έκανα διανομές στην πόλη της Ρόδου. Μέχρι το 1994 που έκλεισε έκανα αυτή τη δουλειά.
Πότε άρχισε η παραγωγή των αναψυκτικών;
Το 1956 άρχισαν με τα αναψυκτικά. Η μηχανή έγραφε στην εγγύησή της ότι βγάζει μέχρι 25 κιβώτια την ώρα, κι εμείς το μάθαμε τόσο πολύ το μηχάνημα που βγάζαμε 40 κιβώτια! Αλλά πάλι η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη, δεν προλαβαίναμε. Βγάζαμε και σόδα που η σόδα της ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ ήταν πολύ καλή. Το ίδιο γυάλινο μπουκάλι, αλλά με γαλανά γράμματα ήταν η σόδα αντί για κόκκινα που ήταν τα αναψυκτικά. Βγάζαμε και την Αφρόζα, τη σκόνη που διαλυόταν στο νερό. Κι ένα τύπου κόλα, το Κινότο! Για όσο υπήρχε στη Ρόδο παραγωγή μανταρινιών βγάζαμε και μανταρινάδα. Αυξήθηκε ο τουρισμός, τα μανταρίνια είχαν μεγάλη ζήτηση, ακρίβυναν και δεν συνέφερε το εργοστάσιο να χυμοποιεί μανταρίνια.
Μιλήστε μου για την οικογένεια Αγιακάτσικα έτσι όπως τη ζήσατε εσείς;
Ο χημικός ήταν ο Τάσος Αγιακάτσικας. Ήταν τέσσερα αδέλφια, ο πιο μεγάλος ο Γιάννης, δεύτερος ο Αναστάσιος, τρίτος ο Κλεόβουλος, και τέταρτος ο Δημήτρης. Μήτσο το λέγαμε εμείς. Το 1950 έβγαζαν αρωματικά σαπούνια, κρέμες προσώπου, ξυρίσματος, Το 1950 είχαν ήδη την αρωματοποιία «Ρόδον της Ρόδου»… Εκείν την εποχή που πήγα εγώ ήμουν ο μοναδικός άντρας με καμιά δεκαριά γυναίκες γιατί η δουλειά ήταν για γυναίκες, εγώ τις βοηθούσα σηκώνοντας  τα βάρη. Το 1956 δημιούργησαν το τμήμα αναψυκτικών. Οι χώροι υπήρχαν, φέρανε μηχανήματα, μικρά ημιαυτόματα για τα πρώτα χρόνια όπου τα δούλεψα εγώ, κι ένας ακόμα Μαριτσενός ο Κώστας Κρητικός τον οποίο δυστυχώς τον χάσαμε πριν από ενάμιση μήνα.
Από τί γίνονταν λοιπόν ο ευωδιαστός χυμός και τ΄ αναψυκτικά που έμειναν στην ιστορία για τη γεύση τους;
Από την πρώτη ύλη τους που ήταν ο φυσικός χυμός, και ο χυμός γινόταν από εμάς τους ίδιους. Η πορτοκαλάδα γινόταν από πορτοκάλια που αγόραζε η εταιρία από τον Αρχάγγελο, από τον Αίθωνα, η λεμονάδα από λεμόνια από τα Τριάντα, από την Κρεμαστή και το Μαντρικό… Είχαμε τα ημιαυτόματα μηχανήματα που σας είπα και παίρναμε το χυμό τους. Τον διατηρούσαμε σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 600 κιλών.
Το μυστικό της επιτυχίας τους πιο ήταν;  
Ο Τάσος Αγιακάτσικας ήταν χημικός, σ΄ αυτόν οφειλόταν όλη η επιτυχία της γεύσης. Είχε σπουδές στη Γαλλία και στην Ιταλία, μιλούσε άπταιστα τις δύο γλώσσες και εκσυγχρόνιζε τα μηχανήματα μαζί με τους άλλους αδελφούς.
Πόσοι εργάζονταν για τη ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ;
Το καλοκαίρι μόνο οδηγούς είχε 10. Γυναίκες- άντρες είχε άλλους 30 στην παραγωγή. Η πολύ δουλειά ήταν Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο και τον μισό Σεπτέμβρη. Τότε ήταν η μεγάλη ζήτηση. Τη δεκαετία του ΄80 πουλούσαμε 4.000 κιβώτια την ημέρα. Είχαν φέρει πια καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία, κι έτσι υπήρχε δυνατότητα για μεγάλη παραγωγή. Παρόλα αυτά και πάλι η ζήτηση για τη ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ ήταν μεγαλύτερη. Το μηχάνημα έβγαζε 400 κιβώτια την ώρα. Στέλναμε και σε όλα τα  νησιά, στέλναμε τα κιβώτια με τα καΐκια.
Αυτό το άρωμα των αναψυκτικών για το οποίο μιλούν όλοι, πώς το βγάζατε;
Το αιθέριο έλαιο το βγάζαμε εμείς από τη φλούδα του λεμονιού και το βάζαμε μέσα στο σιρόπι. Η μυρωδιά του η έντονη έβγαινε μέσα στο ποτό.
Σε ποια σημεία κάθε φορά κάνατε διανομές όταν μπήκατε εσείς σ΄ αυτό το πόστο;
Σε μπακάλικα, καφενεία, περίπτερα, σε ξενοδοχεία… Κι έπρεπε όλοι να επιστρέψουν τα κιβώτια και τα γυάλινα μπουκάλια πίσω για να πάρουν άλλα κιβώτια. Έπρεπε να μας δώσουν τα κενά! Ήτανε χρεωμένα στον κάθε πελάτη. Μετά τα μπουκάλια έμπαιναν σε πλυντήρια, περνούσαν από κρύο νερό πρώτα, καυστική σόδα, ζεστό νερό μετά, κρύο νερό να κρυώσει το μπουκάλι και μετά με αέρα να στεγνώσει για να πάει ξανά στην εμφιάλωση. Μόνο τα καπάκια πετιόντουσαν.  Σαράντα τέσσερα χρόνια… Καλά περάσαμε. Ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι. Τις αργίες, τ΄ αδέλφια Αγιακάτσικα μας δίνανε τα φορτηγά να πάμε στα πανηγύρια στα χωριά, να διασκεδάσουμε τις οικογένειές μας… Κανένας δε ζει τώρα απ΄ αυτούς. Κανένας…